- τάλαρος
- ο, ΝΑπλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριούνεοελλ.ξύλινο τυροκομικό αγγείοαρχ.1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.)2. πλεκτό κλουβί για πουλιά3. φρ. «Μουσέων τάλαρος»μτφ. το τέμενος τών Μουσών (Τίμων Φλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάλαρος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *telā-/tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω, υπομένω» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα τής δισύλλαβης ρίζας (βλ. και λ. τάλας) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό τού τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. *ταλα-ρός (πρβλ. λαγα-ρός: λαγάσαι, χαλα-ρός: χαλάσαι). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τ. τάλαρος με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. τής ρίζας (βλ. και λ. τάλας)].
Dictionary of Greek. 2013.